Καημένος Κόπτης. Κατέβαινε σὰ σκιὰ κλωτσῶντας μιὰ ἄγουρη μπάλα ἀπὸ ἄχυρο γιὰ νὰ ἀπασχολεῖται. Τὸ νοῦ του διέλυε ἀνακατεύοντας νερὸ καὶ ἀσῆμι ἀπὸ ἀσημόκερω ταῦρο, καὶ ἔπλεκε.
Τὸ μέλλον του, διαγράφοντὰς το ἠχηρὰ πάνω σὲ κομμάτι ἀκατέργαστου πανάλαφρου φελλοῦ. Κατέβαινε στὸ τρίγωνο ποῦ ζοῦσαν κάτι μέγαιρες καὶ λάμιες μὲ
γέρικες φωνὲς καὶ
παρουστιαστικὸ σερνόντουσαν μὰ δὲν ἤθελαν τὸ κακὸ σου
ἀπλὰ ζοῦσαν
Τότε ἦταν ὁ καιρὸς ποῦ βγαίναν ἔξω ἀπὸ τὰ μπαλκόνια τυλιγμένες σὲ τούλια ξεσκισμένα καὶ βεντάλιες τρύπιες ἔτοιμες γιὰ πέταμα καὶ τὶς ξεχνοῦσαν ἐξεπίτηδες στὰ παγκάκια ἤ τὶς ἔριχναν στὸ χῶμα.
Ἔτσι. Κάποιος νεαρὸς νὰ τὸ πάρει μυρωδιὰ καὶ νὰ τὶς ἐπιστρέψει μὲ ἕνα μπουκέτο μανιτάρια καὶ Ὄχι, δὲν ἤθελαν τὸ κακὸ σου, ἀπλὰ ἕναν καφὲ γιὰ σένα κι ἕνα μπουκέτο μανιτάρια γιὰ τὴν ἀμφίδρομη κίνηση.
Κατέβαινε χαμηλὰ στὴν παραλία γιὰ λίγο χυμὸ ἀπὸ τὰ χταπόδια ποῦ δὲν κοιμόντουσαν ποτὲ κρεμασμένα πάνω στὶς ταμπέλες ποῦ δεῖχναν ἀριστερὰ καὶ δεξιὰ καὶ πίσω σου ἕνας μεγάλος πίθηκος. Ἔγραφαν ὅλα ὄμορφα γιὰ σᾶς, καὶ ἦταν πράγματι μὰ τὰ χταπόδια ἀπλὰ κρέμονταν καὶ ἔδιναν ἀπλόχερα τὸ ζωὼδη χυμὸ τους στοὺς περαστικοὺς ἀλλὰ καὶ στὸν νεαρὸ Κόπτη
Κατέβαινε μὲ τὴν τσανάκα τοῦ πρωτάρη γιατὶ κανεῖς δὲν μποροῦσε ἐκείνη τὴ μέρα νὰ κατέβει γιατὶ ἦταν ἡ μέρα τῆς μύησης γιατὶ τὸ ἐπέβαλλε ὁ κύκλος τῆς ζωῆς γιατὶ ἔτσι εἶναι. Ἔπρεπε λοιπὸν· μὰ τὰ χταπόδια τύλιγαν τὰ μακριὰ ξεραμένα ἀπ’ τὸν ἥλιο πλοκάμια τους καὶ τὰ ἔπλεκαν γύρω στὸ λαιμὸ του. Ὅπως αὐτὸς ἔπλεκε τὸ μέλλον του, καὶ σιγοσφύριζαν οἱ ἀνέμοι ἀνάμεσα στὶς βεντοῦζες καὶ τὰ ἀκρωτηριασμένα κοράλλια ἔξυναν τὸ δέρμα του Κόπτη καὶ πάλευε ἀυτὸς νὰ βυζάξει τὸν πολυπόθητο χυμὸ τῶν χταποδιῶν ἐνόσῳ ὅμως ἔπλεκε καὶ τὸ μέλλον του
Ἔβγαζε δῦο ἀπόχες ἀπὸ τὸ σάκο ποῦ κουβαλοῦσε καὶ προστάτευε τὸν ἑαυτὸ του, καὶ ἔσταζαν οἱ χυμοὶ τῶν ζωηρῶν χταποδιῶν στὰ χείλη του Ῥουφοῦσε πλαταγίζοντας τὴ γλῶσσα μήν πάει σταγόνα χαμένη. Ἀπὸ τοὺς ἐξαίσιους χυμοὺς μόνο ἡ γεύση τους προκαλοῦσε λίγο ζαλάδα καὶ αἴσθηση πληρότητας ποῦ θα μποροῦσε νὰ ξεχειλίσει ἀπὸ στιγμή σὲ
Στιγμὲς ἀργότερα γεμάτος ὑγρὰ ἔπαιρνε τὴν ἀνηφοριὰ γιὰ τὴ φυλὴ του, καὶ ἔπλεκε μὲ αἴσθηση πληρότητας. Καὶ ὅλοι περίμεναν μὲ λαχτάρα τὸν χυμὸ τῶν χταποδιῶν. Καὶ ὅταν ἔφτανε ὁ νεαρὸς Κόπτης τοῦ τραβοῦσαν τὸ πλεκτὸ μέλλον ἀπὸ τὰ χέρια καὶ μὲ τὶς μακριὲς τους γλῶσσες τὸν τρυποῦσαν στὰ αὐτιὰ καὶ στὸν ἀφαλὸ καὶ στὰ μὰτια καὶ ῥουφοῦσαν ζωωδῶς τὸν πολυπόθητο χυμὸ ἀπὸ τὶς κοιλότητὲς του, καὶ οἱ γλῶσσες ἔφταναν βαθιὰ καὶ ἔπαιρναν μαζὶ τους κάθε σταγόνα.
Καὶ μετὰ ὁ νεαρὸς Κόπτης ἔμενε ἄδειος μὲ ἕνα αἴσθημα κενοῦ ποῦ θὰ μποροῦσε νὰ γίνει στέρηση ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ, καὶ ποθοῦσε τὴ στιγμὴ ποῦ ἕνας Καημένος Κόπτης, νὰ κατέβαινε σὰ σκιὰ κλωτσῶντας μιὰ ἄγουρη μπάλα ἀπὸ ἄχυρο καὶ νὰ ἔπλεκε τὸ μέλλον του πηγαίνοντας νὰ μαζέψει λίγο χυμὸ χταποδιῶν.
θεσπόσφατα σχολεία